βίτσιο

βίτσιο
το (Μ βίτσιο και βίτιον)
κακή συνήθεια, ελάττωμα ή διαστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vino «ελάττωμα» ή < λατ. vitium «αμαρτία, πονηριά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βίτσιο — το (λ. ιταλ.), συνήθεια που χαρακτηρίζεται από το πάθος, την παραξενιά και την υπερβολή: Από μικρός ήταν άτομο με πολλά βίτσια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λαρμπό, Βαλερί — (Valery Larbaud, Βισί 1881 – 1957). Γάλλος συγγραφέας. Η μεγαλοαστική καταγωγή του τον βοήθησε να ταξιδέψει σε πολλές χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Γερμανία, Ελβετία, Μεγάλη Βρετανία) και να αποκτήσει κοσμοπολίτικο πνεύμα και πλουσιότατη κουλτούρα. Ο Λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”